Είναι παρήγορο και ιδιαίτερα ανθρώπινο, ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να απομονωθούν κάπου και να ανοίξουν έναν γόνιμο διάλογο με τον εαυτό τους που μας ενδιαφέρει όλους, όταν αφορά σε αξίες της ζωής, στον τόπο, στη φύση, στον άνθρωπο. Είναι άθλος να επιλέγεις τη μοναξιά και το άπλετο φως του αμόλυντου αυτήν την εποχή των συμβατικών πεποιθήσεων και του εύκολου κέρδους, για να ζήσεις έστω για λίγο ελεύθερος στη Γαύδο ξαναβρίσκοντας χαμένες διαχρονικές αξίες.
(Μπαμπινιώτης).
Το πλοίο αγκυροβόλησε στο λιμάνι των Χανίων στις 06:00 το πρωί. Τηλεφώνησα στον καλό μου φίλο, τον Χάρη τον Βολιτάκη για να τον συναντήσω, μα φυσικά και ήταν ξύπνιος εκείνη την ώρα, έβγαζε τα σκυλιά του βόλτα στα Σφακιά εκεί δηλαδή που θα πήγαινα και εγώ για να πάρω το επόμενο πλοίο για να φτάσω στη Γαύδο.
Αφού έκανα μια βόλτα στο παλιό λιμάνι των Χανιών για να θυμηθώ τα παλιά, ξεκίνησα κατά τις 07:30 για Σφακιά. Τσουχτερό κρύο σχεδόν σε όλη την διαδρομή που με ανάγκασε να βάλω ζακέτα. Μετά από μία ώρα ήμουν στα Σφακιά βγάζοντας γρήγορα εισιτήριο για το "Δασκαλογιάννης" και χαζεύοντας τα μέχρι το καράβι να αναχωρήσει.
Τέσσερις ώρες κάνει για το νησί της Γαύδου αφού πρώτα κάνει στάσεις στα νοτιοδυτικά λιμάνια της Κρήτης, στο Λουτρό και στην Αγία Ρούμελη φτάνοντας στη Γαύδο στις 14:30.
Πάνω κάτω ήξερα το δρόμο για το πασίγνωστο Σαρακήνικο. Το βρήκα εύκολα και φτάνοντας στην παραλία δεν αντικρίζω ούτε έναν κατασκηνωτή, μα ούτε έναν όμως! Πώς γίνεται, σκεφτόμουν, να μην υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος εδώ σε αυτήν την τόσο ξακουστή παραλία?
Αποφάσισα να προχωρήσω στο επόμενο χωριό που ήταν στο δρόμο μου, τον Άη Γιάννη. Πάνω σε μια στροφή όμως που μου χάριζε απίστευτη θέα από το Σαρακήνικο ξεχώρισα κάποιες σκηνές ανάμεσα στους κέδρους, συνέχισα όμως τον δρόμο μου όπου στο τέλος αντίκρισα μια καντίνα με αρκετό κόσμο, όμως κατασκηνωτές πουθενά και πάλι.
Ξανά πίσω στο Σαρακήνικο και αρχίζω να ψάχνω κάτω από τους κέδρους. Ο πρώτος που συνάντησα ήταν ένας Ιταλός, ο Giorgio αρχιτέκτονας στο επάγγελμα όπου είχε έρθει στη Γαύδο και αυτός με την μοτοσυκλέτα του από το Μιλάνο, το κάνει αυτό τα τελευταία χρόνια μόνο και μόνο για την Γαύδο.
Μου προσέφερε νερό και με βοήθησε δείχνοντας μου μερικές καβάτζες εκεί στο Σαρακήνικο. Τις έλαβα υπόψιν μου αλλά για κάποιο λόγο το Σαρακήνικο δεν με συνάρπασε και τόσο. Κάτι με ωθούσε να βρεθώ σε άλλο σημείο το νησιού που ούτε καν ήξερα αν υπήρχε και πώς θα ήταν.
Οι οδηγίες του ήταν να φτάσω ξανά έως την καντίνα και να πάρω το μονοπάτι που είναι ακριβώς δίπλα από αυτήν αλλά είναι καμουφλαρισμένο καθώς πρέπει να κατέβεις και να ανέβεις ένα μεγάλο αυλάκι που έχει δημιουργηθεί εκεί.
Ξεκίνησα πάλι με την μοτοσυκλέτα, αυτή τη φορά χωρίς το backpack για να μπορώ να περπατάω πιο άνετα στους αμμόλοφους χωρίς βάρος.
- Η γνωριμία με τον Ελοχίμ και ο Δράκος.
Στα μέσα της διαδρομής αυτής συναντώ έναν άνθρωπο να περπατάει κάτω από το λιοπύρι και προσφέρθηκα να τον μεταφέρω αφού είχαμε τον ίδιο προορισμό. Όταν αντίκρισα το πρόσωπό του κατάλαβα πως είναι ο Ελοχίμ (ψευδώνυμο). Θυμόμουν το πρόσωπο του από την εκπομπή του Αντώνη Σρόιτερ για την Γαύδο. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνέντευξης ο Ελοχίμ είχε απαντήσει στο ερώτημα "πως ζεις χωρίς λεφτά" το εξής:
- "Περπατάω και βρίσκω φαγητό".
Από την μέχρι τώρα εμπειρία μου σε διαβεβαιώνω πως αυτό ισχύει στο 100%. Όπου και αν έχω βρεθεί στις περιπλανήσεις μου πάντα έχω να θυμάμαι προσφορές φαγητού, πράγματι.
Σε ένα λεπτό είχαμε φτάσει. Με ευχαρίστησε και μου είπε πως μπορούσε να μου δείξει τα κατατόπια και τις καβάτζες στον Άη Γιάννη. Τον ακολούθησα φυσικά.
Μετά από λίγο βρέθηκα να περπατώ σε ένα τοπίο ερήμου με διάσπαρτους κέδρους. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το χρώμα της άμμου, εκεί είχε χρυσό χρώμα ενώ στο Σαρακήνικο το χρώμα της ήταν ασημί. Σε αυτό συμφώνησε και ο Ελοχίμ.
Πήρα μια καλή εικόνα για το τί εστί Αη Γιάννης και πλέον είχα αποφασίσει πως θα μείνω εκεί. Αποχαιρέτησα τον Ελοχίμ, τον ευχαρίστησα και έπειτα ξανά πίσω στο Σαρακήνικο για να πάρω το σακίδιο μου.
Στον Άη Γιάννη παντού σκηνές. Σε κάθε κέδρο, σε κάθε ίσκιο, σκηνές. Η κούραση που είχα ήταν μεγάλη μετά από τόσο ταξίδι, τόση ζέστη και τόσο περπάτημα στην άμμο. Με το ζόρι περπατούσα.
Αφού πέρασα το πρώτο κομμάτι των κέδρων έφτασα στη παραλία όπου πίσω της υψώνεται ένας μεγάλος λόφος με κέδρους όπου σε κάθε σκιά υπήρχε και από μια σκηνή.
Είχα σταματήσει στον δράκο και κοιτούσα από εκεί μήπως υπάρχει ελεύθερη θέση. ο Δράκος λοιπόν είναι ένα μεγάλο κούτσουρο, σχεδόν δέντρο, το οποίο στέκεται εκεί στην αμμουδιά της παραλίας και αποτελεί απ΄ ότι έμαθα αργότερα στέκι για αυτούς που κατεβαίνουν στην παραλία. Χωρίς να ξέρω περί τίνος πρόκειται τον εκμεταλλεύτηκα στο έπακρον ρίχνοντας από πάνω τον αδιάβροχο μουσαμά που κουβαλάω μαζί μου. Αέρας δεν υπήρχε...ακόμα! Στο στήσιμο της καβάτζας αυτής με βοήθησε ο Ελοχίμ εμφανιζόμενος από το πουθενά μέσα από τη θάλασσα.
Πιάσαμε την κουβέντα. μου είπε τα δικά του, του είπα τα δικά μου. Του προσέφερα ψωμί και ταχίνι τα οποία είχα κοντά μου και τα δέχτηκε με ευχαρίστηση. Μαγείρεψα και για τους δυο μας και αυτός περπάτησε μέχρι το μικρό παντοπωλείο στον Άη Γιάννη για να φέρει μια μπουκάλα λευκό κρασί.
Μέχρι να γυρίσει το ρύζι ήταν έτοιμο. Τρώγαμε και πίναμε κρασί συζητώντας πάντα στα αγγλικά με απόλυτη κατανόηση λες και επικοινωνούσαμε μετά από καιρό ξανά. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον όσον αφορά τις απόψεις μου και τη φιλοσοφία ζωής που πρεσβεύω. Μου εξέφρασε πως η συνάντησή μας δεν ήταν τυχαίο γεγονός και πως έγινε για κάποιο σκοπό, εγώ πάλι πιστεύω στη τύχη. Τώρα που το σκέφτομαι όμως θα σου πω πως ό,τι είσαι, είναι και αυτό το οποίο ελκύεις κοντά σου και πραγματικά μετράω κάμποσες προσωπικότητες από φίλους στην Πελοπόννησο μέχρι τη Σαμοθράκη.
Γενικότερα, εάν δεν έχεις κάτι να μου πεις ή εάν δεν έχεις κάποιοι μήνυμα να περάσεις, τότε ίσως εμείς οι δύο να μην έχουμε και πολλά να πούμε.
Μου μίλησε για το πόσο δύσκολο νησί είναι η Γαύδος. Μου είπε χαρακτηριστικά πως όσο βρισκόταν στην Κρήτη, η ζωή ήταν πολύ πιο εύκολη. Η εύρεση φαγητού είναι πολύ πιο εύκολη αφού η Γαύδος είναι ξερονήσι και τον χειμώνα ερημώνει εντελώς. Εγώ και ο Ελοχίμ είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος με την μόνη διαφορά πως εγώ δεν έχω φύγει (ακόμα) για πάντα, όπως έκανε αυτός. Ο ίδιος μετά την Γερμανία όπου έμενα με την σύζυγο και τα παιδιά του, βρέθηκε κάπου στην Ασία. Για λόγους γραφειοκρατίας όμως έφυγε από εκεί και από τότε ζει στη Γαύδο τα τελευταία πέντε χρόνια.
Αφού φάγαμε και ήπιαμε ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούμε καθώς ο Ελοχίμ έβλεπε την κούραση στα μάτια μου. Θα επέστρεφε πίσω στο Σαρακήνικο αφού πλέον η βάση του είχε αλλάξει από τον Λαυρακά, εκεί. Ο λόγος ήταν μια τηλεοπτική συνέντευξη που είχε δώσει στην τηλεόραση η οποία δεν άρεσε και τόσο στους υπόλοιπους ερημίτες. Έτσι αποφάσισε να αποσυρθεί στο Σαρακήνικο.
Η ώρα έντεκα το βράδυ και εγώ χωμένος μέσα στον υπνόσακο, πάνω στην άμμο μου υπό την φύλαξη του δράκου έκλεισα τα μάτια μου με μια παράξενη προσμονή για το τί θα μου φέρει το αύριο.
Ξύπνησα 09:08, τα μάτια μου αντίκριζαν τον δράκο, γύρισα το κεφάλι μου - θάλασσα. Απέναντι τα λευκά όρη της Κρήτης, ψηλωμένα, υπερήφανα. Πρωινή γυμναστική στην άμμο. Μπάνιο στη θάλασσα και στη συνέχεια πρωινό γεύμα με ψωμί και ταχίνι. Ένιωθα πλέον πως έχω ανακτήσει τις δυνάμεις μου.
Ο αέρας σιγά σιγά δυνάμωνε και ήταν φανερό πως ο μουσαμάς που κάλυπτε το βιός μου δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα. Παρατήρησα πως μια καβάτζα είχε αδειάσει και αποφασίζω γρήγορα να μετακομίσω. Πλησιάζω το μέρος και αντικρίζω ένα μικρό τελάρο με μία τομάτα, ένα ροδάκινο, ένα πράσινο μήλο,αλάτι, ένα ολόκληρο βαζάκι με ταχίνι, τσίπουρο, φακελάκια με τσάι, φουντούκια, κουλουράκια κανέλας, ένα ολόκληρο πακέτο φρυγανιές και λίγο καφέ.
Όταν περπατάς λοιπόν βρίσκεις φαγητό όπως είπε και ο φίλος μου ο Ελοχίμ. Γρήγορα αντιλήφθηκα μία ακόμα καβάτζα με υψηλότερη θέα από την προηγούμενη και τελικά μετακόμισα εκεί.
Αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές βρίσκομαι στην ταβερνο-καντίνα του Άη Γιάννη πίνοντας ούζο με λεμονάδα. Η ώρα 18:12 και μια περίεργη συννεφιά έχει καλύψει το νησί. Αυτό το ταβερνάκι πολύ μου αρέσει, από τα ηχεία του ακούς ψυχεδέλεια. Το δέρμα μου κολλάει από την υγρασία του ΒΑ ανέμου και αποχωρώ για την σκηνή μου όσο ακόμα έχει φως και βλέπω.
- Η γνωριμία με τον Χοσέ.
Ο Χοσέ περιφερόταν στο νησί συνήθως με εκκεντρικά πουκάμισα, ξέρεις, από εκείνα με τα πολύπλοκα σχέδια που σου τραβούν το βλέμμα. Πάντα μόνος του. Το πρόσωπο του όμως δεν έδειχνε να αποζητά τη μοναξιά.
Ένα βράδυ λοιπόν που καθόμουν στην καντίνα ήρθε και έκατσε και αυτός κάπου πιο δίπλα σε ένα τραπέζι. Αποφάσισα να πάω να του μιλήσω και με υποδέχτηκε με χαμόγελο και διάθεση για κουβέντα. Ισπανός, ηθοποιός στο επάγγελμα. Έχει εγκαταλείψει την Ισπανία εδώ και καιρό και ταξιδεύει τον κόσμο. Κοινή μας παραδοχή, έχοντας και οι δύο μας ζήσει τη Σαμοθράκη, ήταν πως εδώ ο κόσμος δεν αποζητά την κουβέντα και τη γνωριμία αλλά είναι πιο κλειστός.
Θυμάμαι να με προτρέπει να γυρίσω και εγώ τον κόσμο. Μιλήσαμε για τον φόβο του να είσαι μακριά από τους δικούς σου ανθρώπους και κυρίως του γονείς σου καθώς ο φόβος του Χοσέ ήταν να χάσει τους δικούς του ενώ βρισκόταν κάπου μακριά. Όμως η τύχη του επιφύλασσε να μη ζήσει κάτι τέτοιο. Τους είπε το αντίο ενώ βρισκόταν σε ταξίδι επιστροφής πίσω στην Ισπανία.
Μου μίλησε επίσης για τον νότο της Ισπανίας. Για τα μέρη που φιλοξενούν το διαφορετικό όπως η Γαύδος και τις μικρές κοινότητες που δημιουργούνται σε εκείνα τα μέρη.
- Περπατώντας τη Γαύδο.
08:50 πρωινό ξύπνημα. Βγαίνοντας από τη σκηνή διακρίνω σταγόνες νερού πάνω στη σκηνή, πάνω σε αντικείμενα, αλλά πιο πολύ κάτω από τους κέδρους, πίστευα πως το βράδυ ψιχάλισε χωρίς να το πάρω χαμπάρι. Ίδια σχεδόν ρουτίνα. Κάμψεις στην άμμο, μπάνιο στη θάλασσα και επιστροφή στη σκηνή για πρωινό με ψωμί και ταχίνι, σαν να προετοιμαζόμουν ενεργειακά για κάτι. Μα σαφώς και ετοιμαζόμουν ενεργειακά καθώς ήθελα να περπατήσω και να εξερευνήσω όλο το νησί.
Ξεκίνησα λοιπόν να περπατάω, γυμνός. Να πω εδώ πως σχεδόν σε ολόκληρο το νησί της Γαύδου κάνουν όλοι γυμνισμό. Στο χέρι μου είχα μόνο το κινητό μου για να βιντεοσκοπήσω ότι μου φαινόταν ενδιαφέρον.
Έφτασα στο τέλος της παραλίας του Άη Γιάννη και περιπλανήθηκα στις καβάτζες που υπάρχουν εκεί. Συνέχισα την πορεία που δυτικά προς Λαβρακά. Στο μυαλό μου δεν είχα την παραμικρή εικόνα για το πώς είναι ο Λαυρακάς αλλά και ούτε είχα δημιουργήσει κάποια.
Ανεβαίνοντας το μικρό μονοπάτι που εγκαταλείπει τον Άη Γιάννη και οδηγεί στον Λαυρακά αντικρίζεις μια προειδοποιητική πινακίδα για τον κίνδυνο πτώσης που ελοχεύει εάν αποφασίσεις να το διαβείς. Θα έλεγα πως το μονοπάτι αυτό είναι σχετικά ασφαλές. Στο παρελθόν όμως υπήρχε εκεί δίπλα άλλο μονοπάτι στο οποίο είχε χάσει τη ζωή του ένας περιπατητής.
Το μονοπάτι αυτό ανηφορίζει σιγά σιγά με αυτοσχέδια σκαλοπάτια από μεγάλες πέτρες. Το τοπίο έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει με στοιχεία ερήμου. Η άμμος και το έδαφος παίρνουν ένα ακόμα πιο χρυσαφί χρώμα. Ξεραμένα κορμιά κέδρων δεξιά και αριστερά στο μονοπάτι, θαρρείς πως η ξηρασία είναι η μόνη τους συντροφιά. Σε προϊδεάζει στο ότι εκεί που πας η ζωή φθίνει και το νερό εδώ φίλε μου αναγνώστη ισως να μην το δεις παρά μόνο αλμυρό απο την φουρτουνιασμένη θάλασσα στα γκρέμια.
Συνεχίζω να περπατώ ξυπόλυτος, με τον δυνατό ήλιο πάνω από το κεφάλι μου και ταυτόχρονα ο Αίολος και ο Ποσειδώνας να χορεύουν και εγώ να γεύομαι την αλμύρα της θάλασσας πάνω στα χείλη μου. Σε πολλά σημεία το έδαφος του μονοπατιού είναι σκληρό και οι πατούσες μου ματώνουν, το βάδισμα μου τώρα πιό αργό και προσεκτικό. Ταυτόχρονα πρέπει να προσέχω και για άλλες κακοτοπιές όπως οι σκορπιοί. Το νησί της Γαύδου φημίζεται για τους σκορπιούς του.
Αρχίζει η κατηφόρα. Πλέον περπατάω πάνω σε πολύ καυτή άμμο και λόγο της κλίσης του εδάφους η άμμος καταρρέει, μόνο μερικοί κέδροι ζωντανοί. Μετά από μισή ώρα φτάνω στον Λαυρακά. Μια λευκή πινακίδα τοποθετημένη πάνω σε ένα πετρόχτιστο τοιχίο σε ενημερώνει.
Αμμώδες έδαφος το οποίο αναμιγνύεται με βότσαλα. Πολύ διαφορετικές εικόνες από τον Άη Γιάννη, πράγμα το οποίο μου έκανε εντύπωση. Είχε και εκεί αρκετούς κατασκηνωτές. Στη μέση περίπου της παραλίας υπάρχει ένα πηγάδι και μπορείς να αντλήσεις νερό, οι "κάτοικοι" του Λαυρακά το πίνουν χωρίς κάποιο πρόβλημα.
Περπατούσα και χάζευα το τοπίο. Οι άνθρωποι εκεί στέκονταν αμίλητοι αλλά σχεδόν όλοι τους μου έκαναν ένα νεύμα χαιρετισμού όταν ήμασταν αρκετά κοντά και τα βλέμματά μας συναντιόνταν.
Έφτασα ως την άκρη του κόλπου της παραλίας όπου υπάρχει ένα καλοχτισμένο αυτοσχέδιο καλύβι και στην αυλή του υπήρχε μια παρέα. Είπα και μου είπαν καλημέρα συνεχίζοντας τον δρόμο μου χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Μονό μια κοπέλα συνάντησα στον δρόμο μου, τη ρώτησα που οδηγεί η ρότα μου και συνέχισα τον δρόμο μου.
Επόμενος σταθμός στον δρόμο μου ήταν η Σταυρόλιμνη. Μια πανέμορφη παραλία με ένα αυτοσχέδιο παλάγκο για τη ρυμούλκηση κάποιας βάρκας, δε γνωρίζω εάν είναι λειτουργικό ή αν αποτελεί πλέον ντεκόρ της παραλίας.
Συνέχισα να περπατώ χωρίς να καταλαβαίνω το πόσο και για πόσο ακόμα. Μαγικό τοπίο, πρωτόγνωρο για μένα. Εδώ και πάρα πολύ ώρα βάδιζα στην καυτή άμμο, ευτυχώς ο δυνατός άνεμος έσωζε κάπως την κατάσταση.
Η επόμενη παραλία που συνάντησα ήταν ο Πύργος. Επίσης, πολύ διαφορετικό τοπίο. Εδώ, στη Γαύδο, κάθε παραλία είναι και ένας διαφορετικός κόσμος. Σε αυτό το μονοπάτι λοιπόν συνάντησα και την τελευταία καβάτζα και εκεί γνώρισα τον Κώστα.
Μου είπε πως αν είχα σκοπό να βουτήξω στη θάλασσα θα έπρεπε να λάβω υπόψιν μου τους δηλητηριώδεις αχινούς. Μου έδωσε οδηγίες για το πώς θα συνεχίσω τον δρόμο μου. Εκεί όμως αποφάσισα να γυρίσω πίσω αφού είχα ήδη διανύσει αρκετό δρόμο.
Φτάνοντας πίσω στον Δράκο μετά από αρκετή ώρα συνάντησα τον Στέλιο. Με τον Στέλιο είχαμε γνωριστεί την προηγούμενη μέρα. Γνωρίζει τη Γαύδο καλύτερα από εμένα αφού την επισκέπτεται αρκετά για πολλά χρόνια. Μαζί ήταν και ο φίλος του ο Σίμος. Με τα παιδιά αυτά δέσαμε πολύ καλά, και οι δυο τους μετρημένοι και ξηγημένοι. Καθίσαμε αρκετή ώρα και ύστερα ξανά στο ταβερνάκι, αυτοί για φαγητό και εγώ για το καθιερωμένο ούζο.
Εκεί στο ταβερνάκι γνώρισα και τον Γιάννη, ένας νέος άνθρωπος του οποίου η ομοιότητα με την Τζίμη Πανούση ήταν κάτι παραπάνω από τρομακτική και γι'αυτό εγώ τον αποκαλούσα Τζιμάκο. Ο Τζιμάκος ήρθε και ήπιε μια μπύρα μαζί μας και μετά από λίγο στο τραπέζι μας κάθισε και η Έλενα η οποία είχε έρθει και αυτή μόνη της στο νησί. Πίναμε όλοι μας από κάτι αλκοολούχο. Κατά τις 23:00, εγώ και ο Τζιμάκος αποσυρθήκαμε για τις σκηνές μας. Το άλλο πρωί έμαθα πως ο Στέλιος ξερνούσε από αυτά που ήπιε και με το ζόρι γύρισαν με τον Σίμο στις σκηνές τους.
Από τα επόμενα πρωινά και έπειτα κάθε πρωί που ξυπνούσα καθόμουν στον πλακουτσό βράχο που εισέρχεται στη θάλασσα. Από εκεί παρατηρούσα τα Λευκά Όρη της Κρήτης και τη Γαυδοπούλα. Στην ουσία δεν κοιτούσα μόνο αυτά, κοιτούσα μέσα μου. Ώρες ατελείωτες με τα μάτια καρφωμένα σε όλο το ορατό φάσμα που είχα μπροστά μου. Βυθισμένος σε σκέψεις για το πού πάω και το τί τελικά αξίζει σε αυτή τη ζωή. Για το αν θα συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω ή αν θα ανοίξω τα φτερά μου και να δω όσα δεν έχω δει.
Ο αέρας παραμένει δυνατός σε σημείο που βρίσκω καταφύγιο στη σκηνή μου. Το απόγευμα καθίσαμε με τον Στέλιο και τον Σίμο στον Δράκο αλλά αυτό που εισπράτταμε ήταν αμμοβολή.
Να μαγειρέψω με τέτοιον αέρα ήταν αδύνατο.
Κάθε πρωινό πλέον, ξυπνούσε μαζί μας και η ελπίδα να σταματήσει επιτέλους ο αέρας. Η σκηνή μου γεμάτη άμμο.
Ήταν ημέρα Τρίτη και ο αέρας είχε επιτέλους κοπάσει. Όλοι ήταν χαρούμενοι, ξαναζούσαμε το νησί όπως του άρμοζε. Και οι τρεις μας από νωρίς κάτω από τον Δράκο, να ακούει τις συζητήσεις μας και την άμμο πλέον φιλική στα κορμιά μας, ήρεμη, στη θέση της.
Το απόγευμα φτάνοντας στο ταβερνάκι συναντώ τον Ελοχίμ να κάθετε σε ένα τραπεζάκι και να συζητά με τον Daniel. Δεν τον είχα ξαναδεί από τότε που φάγαμε μαζί το πρώτο βράδυ που έφτασα. Ρώτησα εάν μπορώ να κάτσω μαζί τους και με υποδέχτηκαν με θέρμη. Ζυζήτηση μέχρι αργά το βράδυ.
Την επόμενη ημέρα κανονίσαμε να πάμε στην καρέκλα και με την Έλενα, τον Σίμο και τον Στέλιο.
- Η καρέκλα, το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης.
Εδώ νομίζω πως αξίζει να αναφέρω την ιστορία αυτής της καρέκλας. Την έχτισαν Ρώσοι. Αμέσως μετά τον εφιάλτη της ραδιενέργειας του Τσέρνομπιλ,έξι Ρώσοι εγκαταστάθηκαν στο νησί της Γαύδου σύμφωνα με τις συμβουλές των γιατρών για να ζήσουν σε ένα περιβάλλον καθαρό. Από τους έξι έμειναν ζωντανοί μόνο οι τέσσερεις.
Τοποθέτησαν λοιπόν μια τεράστια καρέκλα στο νοτιότερο τμήμα του νησιού. Με αυτόν τρόπο θέλησαν να δείξουν πως τη ζωή πρέπει να τη ζούμε στην καθαρή φύση. Στα δύο άκρα της η καρέκλα γράφει smile - relax, δηλαδή χαμογέλα - χαλάρωσε, δίνοντας κάποιου είδους οδηγίες για το πως να ζήσεις τη ζωή. Κάτι παραπάνω θα ήξεραν οι Ρώσοι οι οποίοι ζούσαν καθημερινά με το άγχος του θανάτου της ραδιενέργειας.
Πήγαμε λοιπόν με το αυτοκίνητο του Στέλιου μέχρι το σημείο που ξεκινάει το μονοπάτι. Δε θα μακροσκελήσω στα της διαδρομής του μονοπατιού.
Εγώ και η Έλενα κάναμε περίπου μιάμιση ώρα. Εκεί που θέλω να σταθώ είναι στο μαγικό τοπίο που αντικρίζεις στο τέρμα της διαδρομής. Πρόκειται για μια αποξηραμένη αλυκή, τουλάχιστον τη στιγμή που πήγαμε εμείς.
Βγάλαμε τα παπούτσια μας και νιώσαμε στις πατούσες μας το μαλακό και αφρώδες έδαφος.
Ο Σίμος και ο Στέλιος είχαν ξαναπάει στην καρέκλα οπότε την επισκέφθηκα μόνο εγώ και η Έλενα. Στον γυρισμό μας βρήκε το σκοτάδι και αργότερα όλοι μαζί σε ένα ταβερνάκι στο Καστρί για φαγητό και ρακή.
- Η σελίδα 209
Στον Δράκο πλέον δεν μπορούσαμε να αράξουμε. Ήταν κατειλημμένος καθώς από την προηγούμενη ημέρα είχε έρθει μια παρέα από δύο κοπέλες. Η Βαλέρια και η Μέη. Η Βαλέρια κοιμόταν στην άμμο σε έναν υπνόσακο και μοιραία ξυπνούσε το πρωί με την ανατολή του ήλιου. Εξωτική ομορφιά με ένα ιδιαίτερο βλέμμα και χρώμα ματιών. Η Μέη Ινδή στην καταγωγή αλλά ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Και οι δύο τους χαμογελαστές.
Τις πλησίασα, τους μίλησα και αμέσως πιάσαμε την κουβέντα. Καθίσαμε όλοι μαζί στο βράχο και μιλούσαμε για διάφορα. Στην παρέα μας ήταν και ο Γιώργος. Ένας βετεράνος της Γαύδου κάπου στα 70 του χρόνια. Εγώ, η Έλενα, η Βαλέρια και η Μέη πήγαμε όλοι μαζί μια βόλτα.
[...] μετά από λίγη ώρα άρχισα να βλέπω την άμμο να κινείται, είχε γίνει μια κινούμενη σούπα και τα πόδια μου βυθίζονταν σε αυτήν. Μου ήταν αδύνατο να μη γελάω με αυτό που έβλεπα.
Η Βαλέρια σκεπτική, κινούσε την άμμο με τα δυο της χέρια πέρα - δώθε. Ο Γιώργος της πρότεινε να πάνε μια βόλτα και από εκείνη τη στιγμή μέχρι το τέλος είχα ένα άγχος για το πού βρίσκεται και πως περνάει. Ύστερα κάπου χάνεται και η Έλενα και μένουμε εγώ και η Μέη.
Αγγίζαμε ο ένας το κορμί του άλλου, ξαπλωμένοι γυμνοί στην άμμο. Αυτή έβλεπε μπροστά της έναν Έλληνα θεό, απ'ότι έλεγε, και εγώ την ινδή θεά Σίβα. Μπαίναμε μέσα στη θάλασσα μαζί και μετά πάλι ξαπλωμένοι στην ακροθαλασσιά να αγγίζουμε ο ένας τον άλλο και να παρατηρούμε τα κορμιά μας, να κοιταζόμαστε στα μάτια. Θυμάμαι χούφτες από υγρή άμμο επάνω στα κορμιά μας να φτιάχνουν σχέδια. Όλοι μας έλεγαν το πόσο ερωτευμένοι είμαστε, εμείς όμως είχαμε μόλις πριν μία ώρα γνωριστεί.
Η θάλασσα είχε χρώμα ασημί και η παραλία του Άη Γιάννη πότε έμοιαζε με τοπίο στη σελήνη και πότε με τοπίο στον Άρη. Κάπως συναντιόμαστε όλοι μαζί στον Δράκο ξανά. Εγώ και η Βαλέρια ξαπλωμένοι στην καυτή άμμο να κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου. Ο Γιώργος ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας να παίζει με το ντιτζεριντού απίστευτους ήχους.
Οι δονήσεις στο κεφάλι μου να με υπνωτίζουν και να με βυθίζουν ακόμα πιο βαθιά. Ένα ντιτζεριντού φτιαγμένο από έναν πλαστικό σωλήνα pvc ήταν αρκετό για να παράξει δονήσεις τις οποίες ένιωθα στη ραχοκοκαλιά μου όταν ο Γιώργος αποφάσισε να μου κάνει μασάζ στην πλάτη χωρίς καν να με αγγίζει.
Είχε φτάσει απόγευμα και ο Γιώργος ξενάγησε εμένα και τη Μέη στην παιδική χαρά του Άη Γιάννη. Πρόκειται για έναν χώρο διαμορφωμένο από τους κατασκηνωτές για τις ανάγκες τον μικρών παιδιών των ίδιων των κατασκηνωτών. Απίστευτο μέρος. Εκεί ο Γιώργος μας εξήγησε το πως φτιάχνονται οι αμμόλοφοι. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον καθώς δεν είχα ιδέα.
Η νύχτα μας βρήκε στο ταβερνάκι. Εμένα, τον Σίμο, τον Στέλιο και τη Βαλέρια.
- Ο Νταλί!
Ο γέρικος σκύλος ενός άλλου "θαμώνα" της Γαύδου. Θυμάμαι τον Ελοχίμ να μου μιλάει για μια νύχτα που δεν μπορούσε να βρει το μονοπάτι για την καντίνα. Περπατώντας από δω και από κει συναντά τον Νταλί. Έσκυψε στο πρόσωπο του σκύλου και του ζήτησε να του δείξει τον δρόμο, ο Νταλί ξεκίνησε να περπατάει και οδήγησε τον Ελοχίμ στον προορισμό του.
- Η αναχώρηση.
Την επόμενη μέρα, μετά από 10 ημέρες είχε έρθει η στιγμή να φύγω από τη Γαύδο. Θυμάμαι ακόμα πως όταν είχα πατήσει το πόδι μου στο νησί ήθελα να φύγω από την πρώτη κιόλας ώρα. Τώρα δεν ήθελα να φύγω ποτέ από εκεί.
Ήπια καφέ με τη Μέη και τον Γιώργο κάτω από τον Δράκο. Αποχαιρέτησα τον Στέλιο, τον Σίμο....όλους. Τον Ελοχίμ δεν το ξαναβρήκα από την τελευταία φορά που τον είδα στην καντίνα, όμως του άφησα τον μικρό μαύρο αναπτήρα στην καντίνα, τον οποίο μου είχε δώσει για να ανάβω το γκαζάκι.
Κατά τις 14:30 το πλοίο είχε φτάσει στο Καραβέ. Επιβίβαση. Το βλέμμα καρφωμένο στη Γαύδο καθώς το πλοίο απομακρυνόταν με προορισμό την Κρήτη. Η μνήμη επίσης καρφωμένη εκεί. Από το κατάστρωμα έβλεπα την παραλία του Άη Γιάννη. Κοιτούσα και ξανακοιτούσα το φευγιό. Δεν πίστευα πως αυτό το νησί θα μπορούσε να με χαράξει και να με συγκινήσει. Ήδη το νοσταλγούσα.
- Δε θα ξεχάσω.
Τη συνάντηση μου με τον Ελοχίμ. Τα γεμάτα μαγεία απογεύματα στην καντίνα, με τον ήλιο να δύει και τις φιγούρες τον περιπατητών να διαγράφονται στο κόκκινο φόντο.
Δε θα ξεχάσω τον Στέλιο, τον Σίμο και την Έλενα. Την απίστευτη ομοιότητα του Γιάννη με τον Τζίμη Πανούση. Δε θα ξεχάσω τη Μέη και τη Βαλέρια. Τις βόλτες ξυπόλυτος όσο μπορούσα να περπατήσω στο νησί μέχρι να κουραστώ. Τη μυρωδιά του κέδρου, τη μυρωδιά της άμμου και τη σκόνη πάνω στα πάντα από την δυνατό άνεμο. Τον Νταλί και τον "ιδιοκτήτη" του, ο οποίος έκανε διάφορα τελετουργικά μιλώντας και χορεύοντας με τα στοιχεία της φύσης. Δε θα ξεχάσω τον λόφο με τους κέδρους στον Άη Γιάννη, την "πολυκατοικία", τους "σκοταδιστές" και την παιδική χαρά. Δε θα ξεχάσω τον Δράκο, δε θα ξεχάσω πως είναι να ζεις!
Η μαγευτική Γαύδος βρίσκεται εδώ.
Στο παρακάτω βίντεο που θα δείτε, προσπάθησα να αποτυπώσω την οπτική μου γωνία για τη μαγική Γαύδο. Ταξίδεψε μαζί μου!
コメント